- ἔξαψιν
- ἔξαψιςfasteningfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
FULGOR — cum Populonia, a Romanis cultus, ne populationes et fulgura fierent, memorantur Augustin. de Civ. Dei l. 6. c. 10. et Senec. l. de Superst. Idem cum fulgure alias, Plin. nempe cum fulgor ἀςτραπὴ Graecis, at cum iisdem ςέλας dicitur, longe aliud… … Hofmann J. Lexicon universale
έξαψη — η (AM ἔξαψις) [εξάπτω] 1. θέρμανση, καύση («τυρὸς σιτίων ἔξαψιν ποιήσει», Ιπποκρ.) 2. ένταση, διέγερση, αγανάκτηση («έξαψη τών παθών») νεοελλ. ιατρ. αίσθημα θερμότητας στο πρόσωπο που έρχεται απότομα και παροδικά και συνοδεύεται από ερυθρότητα… … Dictionary of Greek
Καρασούτσας, Ιωάννης — (Σμύρνη 1824 – Αθήνα 1873). Ποιητής. Τύπωσε την πρώτη συλλογή του σε ηλικία 17 ετών και ακολούθησαν πλήθος άλλες. Αν και ήταν άκαμπτος οπαδός της καθαρεύουσας, η ποίησή του διακρίνεται από λεπτότητα και ευαισθησία. Μια ενδιαφέρουσα πλευρά των… … Dictionary of Greek